emiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emiro | emiroj |
αιτιατική | emiron | emirojn |
emiro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emiro | emiroj |
αιτιατική | emiron | emirojn |
emiro (eo)