emerito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emerito | emeritoj |
αιτιατική | emeriton | emeritojn |
emerito (eo)
- ο απόμαχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | emerito | emeritoj |
αιτιατική | emeriton | emeritojn |
emerito (eo)