embaraso
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- embaraso < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | embaraso | embarasoj |
αιτιατική | embarason | embarasojn |
embaraso (eo)
- η αμηχανία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | embaraso | embarasoj |
αιτιατική | embarason | embarasojn |
embaraso (eo)