elvido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elvido | elvidoj |
αιτιατική | elvidon | elvidojn |
elvido (eo)
- η θέα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elvido | elvidoj |
αιτιατική | elvidon | elvidojn |
elvido (eo)