Ετυμολογία

επεξεργασία
elspezo <  δείτε τις λέξεις el και spezo

Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική elspezoelspezoj
αιτιατική elspezonelspezojn

elspezo (eo)

Li havas grandajn ĉiutagajn elspezojn.
Έχει μεγάλα καθημερινά έξοδα.