Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

spezo < spez + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική spezo spezoj
αιτιατική spezon spezojn

spezo (eo)

  • λέγεται για κάθε λειτουργία ενός ταμείου