spezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spezo | spezoj |
αιτιατική | spezon | spezojn |
spezo (eo)
- λέγεται για κάθε λειτουργία ενός ταμείου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spezo | spezoj |
αιτιατική | spezon | spezojn |
spezo (eo)