elspezado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elspezado | elspezadoj |
αιτιατική | elspezadon | elspezadojn |
elspezado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elspezado | elspezadoj |
αιτιατική | elspezadon | elspezadojn |
elspezado (eo)