elĵetaĵo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elĵetaĵo | elĵetaĵoj |
αιτιατική | elĵetaĵon | elĵetaĵojn |
elĵetaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- eljhetajho στο H-sistemo
- eljxetajxo στο X-sistemo