ekzilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ekzilo < λατινικά ex(s)ilium
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzilo | ekziloj |
αιτιατική | ekzilon | ekzilojn |
ekzilo (eo)
- η εξορία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzilo | ekziloj |
αιτιατική | ekzilon | ekzilojn |
ekzilo (eo)