ekzercado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ekzercado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzercado | ekzercadoj |
αιτιατική | ekzercadon | ekzercadojn |
ekzercado (eo)
- η εξάσκηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzercado | ekzercadoj |
αιτιατική | ekzercadon | ekzercadojn |
ekzercado (eo)