ekzameno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzameno | ekzamenoj |
αιτιατική | ekzamenon | ekzamenojn |
ekzameno (eo)
- η εξέταση, ο διαγωνισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzameno | ekzamenoj |
αιτιατική | ekzamenon | ekzamenojn |
ekzameno (eo)