ekvilibro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekvilibro | ekvilibroj |
αιτιατική | ekvilibron | ekvilibrojn |
ekvilibro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekvilibro | ekvilibroj |
αιτιατική | ekvilibron | ekvilibrojn |
ekvilibro (eo)