ekskurseto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekskurseto | ekskursetoj |
αιτιατική | ekskurseton | ekskursetojn |
ekskurseto (eo)
- μικρή εκδρομή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekskurseto | ekskursetoj |
αιτιατική | ekskurseton | ekskursetojn |
ekskurseto (eo)