ekpluvego
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekpluvego | ekpluvegoj |
αιτιατική | ekpluvegon | ekpluvegojn |
ekpluvego (eo)
- η μπόρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekpluvego | ekpluvegoj |
αιτιατική | ekpluvegon | ekpluvegojn |
ekpluvego (eo)