egalpezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | egalpezo | egalpezoj |
αιτιατική | egalpezon | egalpezojn |
egalpezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | egalpezo | egalpezoj |
αιτιατική | egalpezon | egalpezojn |
egalpezo (eo)