effluve
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
effluve | effluves |
effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση
ενικός | πληθυντικός |
effluve | effluves |
effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό