Ετυμολογία

επεξεργασία
effluve < λατινική effluvium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.flyv/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
effluve effluves

effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
  2. η ευωδία
  3. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση