Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

effluve < λατινική effluvium

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.flyv/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
effluve effluves

effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση