duonpatro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- duonpatro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonpatro | duonpatroj |
αιτιατική | duonpatron | duonpatrojn |
duonpatro (eo)
- ο πατριός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonpatro | duonpatroj |
αιτιατική | duonpatron | duonpatrojn |
duonpatro (eo)