dubo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dubo | duboj |
αιτιατική | dubon | dubojn |
dubo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dubo | duboj |
αιτιατική | dubon | dubojn |
dubo (eo)