dress rehearsal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dress rehearsal | dress rehearsals |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαdress rehearsal (en)
- η γενική δοκιμή, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα και μεταφορικά πριν από ένα εγχείρημα
- ⮡ Dress rehearsal takes place with all the sets and costumes.
- H γενική δοκιμή γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια.
- ⮡ They were preceded by local clashes which formed the dress rehearsal for the great war.
- Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική δοκιμή για το μεγάλο πόλεμο.
- ⮡ Dress rehearsal takes place with all the sets and costumes.
Πηγές
επεξεργασία- dress rehearsal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 245. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμή