ενικός         πληθυντικός  
dress rehearsal dress rehearsals

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dress rehearsal < → δείτε τις λέξεις dress και rehearsal

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

dress rehearsal (en)

  • η γενική δοκιμή, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα και μεταφορικά πριν από ένα εγχείρημα
    ⮡  Dress rehearsal takes place with all the sets and costumes.
    H γενική δοκιμή γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια.
    ⮡  They were preceded by local clashes which formed the dress rehearsal for the great war.
    Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική δοκιμή για το μεγάλο πόλεμο.