downplay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | downplay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downplays |
αόριστος | downplayed |
παθητική μετοχή | downplayed |
ενεργητική μετοχή | downplaying |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdownplay (en)
- υποβαθμίζω, μειώνω, προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι