ενεστώτας downplay
γ΄ ενικό ενεστώτα downplays
αόριστος downplayed
παθητική μετοχή downplayed
ενεργητική μετοχή downplaying

  Ετυμολογία

επεξεργασία
downplay < down- + play

downplay (en)

  • υποβαθμίζω, μειώνω, προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι
    ⮡  Don’t downplay the issue.
    Μην υποβαθμίζεις το θέμα.
    ⮡  He tried to downplay the importance of the episode.
    Προσπάθησε να μειώσει τη σημασία του επεισοδίου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη minimize