dormado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dormado | dormadoj |
αιτιατική | dormadon | dormadojn |
dormado (eo)
- ο ύπνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dormado | dormadoj |
αιτιατική | dormadon | dormadojn |
dormado (eo)