donanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | donanto | donantoj |
αιτιατική | donanton | donantojn |
donanto (eo)
- ο δότης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | donanto | donantoj |
αιτιατική | donanton | donantojn |
donanto (eo)