domaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- domaĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | domaĝo | domaĝoj |
αιτιατική | domaĝon | domaĝojn |
domaĝo (eo)
- η ζημιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | domaĝo | domaĝoj |
αιτιατική | domaĝon | domaĝojn |
domaĝo (eo)