dogmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dogmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dogmo | dogmoj |
αιτιατική | dogmon | dogmojn |
dogmo (eo)
- το δόγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dogmo | dogmoj |
αιτιατική | dogmon | dogmojn |
dogmo (eo)