doğan
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- doğan < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική طوغان (doğan) < πρωτοτουρκική *dogan
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdoğan (tr)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- doğan: ρηματικός τύπος, μετοχή
Μετοχή
επεξεργασίαdoğan (tr)
Σύνθετα
επεξεργασία- Erdoğan (επώνυμο)
Πηγές
επεξεργασία- doğan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν