dissimulateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissimulateur | dissimulateurs |
θηλυκό | dissimulatrice | dissimulatrices |
dissimulateur (fr)
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissimulateur | dissimulateurs |
θηλυκό | dissimulatrice | dissimulatrices |
dissimulateur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dissimuler