disputiga
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disputiga | disputigaj |
αιτιατική | disputigan | disputigajn |
disputiga (eo)
- ili diskutis pri diversaj disputigaj aferoj - συζήτησαν περί διαφόρων διεκδικητικών υποθέσεων