dispozicio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dispozicio < dispozici- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispozicio | dispozicioj |
αιτιατική | dispozicion | dispoziciojn |
dispozicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispozicio | dispozicioj |
αιτιατική | dispozicion | dispoziciojn |
dispozicio (eo)