dispartigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispartigo | dispartigoj |
αιτιατική | dispartigon | dispartigojn |
dispartigo (eo)
- η διαίρεση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispartigo | dispartigoj |
αιτιατική | dispartigon | dispartigojn |
dispartigo (eo)