disparage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disparage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disparages |
αόριστος | disparaged |
παθητική μετοχή | disparaged |
ενεργητική μετοχή | disparaging |
Ρήμα
επεξεργασία- κακολογώ, μειώνω κάποιον με τα λόγια μου ή τις πράξεις μου
- ⮡ They are constantly disparaging her at work, but she doesn’t pay attention to them.
- Συνέχεια την κακολογούν στη δουλειά, αλλά δεν τους δίνει σημασία.
- ⮡ Forgive me but I didn’t mean to disparage you with what I said.
- Με συγχωρείς, αλλά δεν ήθελα να σε μειώσω μ΄ αυτά που είπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander
- ⮡ They are constantly disparaging her at work, but she doesn’t pay attention to them.