diskonto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diskonto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diskonto | diskontoj |
αιτιατική | diskonton | diskontojn |
diskonto (eo)
- η έκπτωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diskonto | diskontoj |
αιτιατική | diskonton | diskontojn |
diskonto (eo)