disenterio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- disenterio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disenterio | disenterioj |
αιτιατική | disenterion | disenteriojn |
disenterio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disenterio | disenterioj |
αιτιατική | disenterion | disenteriojn |
disenterio (eo)