disdonado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disdonado | disdonadoj |
αιτιατική | disdonadon | disdonadojn |
disdonado (eo)
- η διανομή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disdonado | disdonadoj |
αιτιατική | disdonadon | disdonadojn |
disdonado (eo)