disciplino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- disciplino < disciplin- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disciplino | disciplinoj |
αιτιατική | disciplinon | disciplinojn |
disciplino (eo)
- η κατεύθυνση, το μάθημα