direktoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direktoro | direktoroj |
αιτιατική | direktoron | direktorojn |
direktoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direktoro | direktoroj |
αιτιατική | direktoron | direktorojn |
direktoro (eo)