direkto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- direkto < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direkto | direktoj |
αιτιατική | direkton | direktojn |
direkto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | direkto | direktoj |
αιτιατική | direkton | direktojn |
direkto (eo)