ενικός         πληθυντικός  
direct object direct objects

Ετυμολογία

επεξεργασία
direct object <  δείτε τις λέξεις direct και object
  • παραδείγματα:
      I threw the ball to my friend.
    Πέταξα τη μπάλα στον φίλο μου.
      I kissed her.
    Τη φίλησα.

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

direct object (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία