indirect object
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
indirect object | indirect objects |
Ετυμολογία επεξεργασία
|
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
indirect object (en)
- (γραμματική) το έμμεσο αντικείμενο, που δεν μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του ρήματος
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- indirect object στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω