Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. dingo < (άμεσο δάνειο) αγγλική dingo, από μια γλώσσα της Αυστραλίας
  2. dingo < dingue

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό