diluvo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diluvo | diluvoj |
αιτιατική | diluvon | diluvojn |
diluvo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diluvo | diluvoj |
αιτιατική | diluvon | diluvojn |
diluvo (eo)