diligenta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diligenta | diligentaj |
αιτιατική | diligentan | diligentajn |
diligenta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diligenta | diligentaj |
αιτιατική | diligentan | diligentajn |
diligenta (eo)