diktado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diktado | diktadoj |
αιτιατική | diktadon | diktadojn |
diktado (eo)
- η ορθογραφία (το κείμενο που διαβάζεται σε κάποιον)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diktado | diktadoj |
αιτιατική | diktadon | diktadojn |
diktado (eo)