Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

diferença < από το λατινικό differentĭa < απο το αρχαίο ελληνικό διαφορά < διαφέρω
ενικός πληθυντικός
diferença diferenças

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diferença (pt)

  1. διαφορά
  2. η διαφορά δύο αριθμών, το αποτέλεσμα της αφαίρεσης
  3. διαφωνία, διαμάχη

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία