dieto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dieto | dietoj |
αιτιατική | dieton | dietojn |
dieto (eo)
- η δίαιτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dieto | dietoj |
αιτιατική | dieton | dietojn |
dieto (eo)