dieso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dieso | diesoj |
αιτιατική | dieson | diesojn |
dieso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dieso | diesoj |
αιτιατική | dieson | diesojn |
dieso (eo)