die off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | die off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dies off |
αόριστος | died off |
παθητική μετοχή | died off |
ενεργητική μετοχή | dying off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdie off (en)
- για κάτι νεκρό ή πλέον μη ενεργό
- για κάτι που σιγοσβήνει, χάνεται, εξαφανίζεται σταδιακά
- (επιφώνημα, προστακτική) ψόφα!