ενεστώτας die off
γ΄ ενικό ενεστώτα dies off
αόριστος died off
παθητική μετοχή died off
ενεργητική μετοχή dying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις die και off

die off (en)

  1. για κάτι νεκρό ή πλέον μη ενεργό
  2. για κάτι που σιγοσβήνει, χάνεται, εξαφανίζεται σταδιακά
  3. (επιφώνημα, προστακτική) ψόφα!