dialektiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dialektiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dialektiko | dialektikoj |
αιτιατική | dialektikon | dialektikojn |
dialektiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dialektiko | dialektikoj |
αιτιατική | dialektikon | dialektikojn |
dialektiko (eo)