deziro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deziro | deziroj |
αιτιατική | deziron | dezirojn |
deziro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deziro | deziroj |
αιτιατική | deziron | dezirojn |
deziro (eo)