dezerteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dezerteco | dezertecoj |
αιτιατική | dezertecon | dezertecojn |
dezerteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dezerteco | dezertecoj |
αιτιατική | dezertecon | dezertecojn |
dezerteco (eo)