ενεστώτας detick
γ΄ ενικό ενεστώτα deticks
αόριστος deticked
παθητική μετοχή deticked
ενεργητική μετοχή deticking

  Ετυμολογία

επεξεργασία
detick < de- + tick. (μαρτυρείται από το 1925)[1]

detick (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. detick - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)