detick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | detick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deticks |
αόριστος | deticked |
παθητική μετοχή | deticked |
ενεργητική μετοχή | deticking |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdetick (en)
- (μεταβατικό) το να αφαιρώ τσιμπούρια από κάτι